αποτικτω

αποτικτω
    ἀποτίκτω
    ἀπο-τίκτω
    (по)рождать
    

(τινά и τι Plat., Arst., Luc.)

    ὠδίνειν ὄρος, εἶτα μῦν ἀποτεκεῖν Plut.(как говорит поговорка), мучилась гора, а затем родила она мышь


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποτικτω" в других словарях:

  • αποτίκτω — ἀποτίκτω (Α) [τίκτω] παράγω, γεννώ …   Dictionary of Greek

  • προαποτίκτω — Α γεννώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποτίκτω «γεννώ»] …   Dictionary of Greek

  • συναποτίκτω — Α 1. γεννώ συγχρόνως 2. παράγω κάτι από κοινού με άλλον 3. παράγω συγχρόνως («τὴν φύσιν... πολλὰ τοῑς χρηστοῑς ὁμοῡ φαῡλα συναποτίκτειν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποτίκτω «γεννώ, παράγω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»